Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ τὸ ἐλεύϑερον

См. также в других словарях:

  • Ελεύθερον Βήμα — Καθημερινή πρωινή, πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Λαμπράκη το 1922. Από το 1944 μετονομάστηκε και εκδόθηκε με τον τίτλο Το Βήμα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • Λαυράγκας, Διονύσιος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1864 – 1941). Συνθέτης, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί, πιάνο και θεωρία μουσικής στη γενέτειρά του. Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως βιολονίστας στις ορχήστρες των μελοδραματικών θιάσων… …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

  • Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπράκης, Δημήτριος — (Βάμος Κρήτης 1888 – Αθήνα 1957). Δημοσιογράφος και εκδότης. Έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, όπου αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και καταδικάστηκε σε θάνατο· του δόθηκε όμως χάρη ύστερα από 18 μήνες και έπειτα από σύντομο διάλειμμα… …   Dictionary of Greek

  • Φτέρης, Γεώργιος — (Λακωνία 1891 – Αθήνα 1967). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Έλληνα δημοσιογράφου Γεωργίου Τσιμπιδάρου. Σπούδασε νομικά και έμεινε για μεγάλο διάστημα στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ιταλία και στο Παρίσι, όπου μάλιστα παρακολούθησε όλες τις πολιτικές,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»